- ἀσθενέας
- ἀσθενήςwithout strengthmasc/fem acc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κραιπάλη — η (AM κραιπάλη) υπερβολική μέθη («μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλη καὶ μέθη καὶ μερίμναις βιοτικαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. ακόλαστη ζωή 2. αλόγιστη σπατάλη αρχ. 1. κρασοκατάνυξη 2. πονοκέφαλος που οφείλεται σε υπερβολική οινοποσία («ὁκόσοι… … Dictionary of Greek
κυρτιώ — κυρτιῶ, άω (Α) [κυρτός] είμαι κυρτός, είμαι καμπούρης, καμπουριάζω («ἀσθενέας καὶ ἀώρους νῶτά τε κυρτιόωντας», Μαν.) … Dictionary of Greek